'Σε ποιον να εμπιστευθώ τις
χαρές και τις πίκρες μου,
τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης,
την
τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους,
και τέλος την άγρια
περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα
αρνιούνται, ως το θάνατο, να
γίνουν στάχτη;
Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα
χέρια,
τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού,
γλίστρησα κι έπεσα,
πόσες φορές
σηκώθηκα,όλο αίματα,
και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω;
Που να βρω μια ψυχή
σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη,
σαν την ψυχή μου,
να της ξομολογηθώ'